- λιθοδόμος
- λιθο-δόμος, von Steinen bauend, ὁ, der Maurer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… … Dictionary of Greek
λιθοδόμοι — λιθοδόμος mason masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοδόμους — λιθοδόμος mason masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοδόμων — λιθοδόμος mason masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθοδομία — η 1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή 2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λιθοδομώ — (Μ λιθοδομῶ, έω) [λιθοδόμος] οικοδομώ με λίθους, κατασκευάζω τοίχο με πέτρες … Dictionary of Greek
λιθοτέκτων — λιθοτέκτων, ονος, ὁ (Α) λιθοδόμος, κτίστης … Dictionary of Greek
λιθοφάγος — η ζωολ. γένος φιλοβράγχιων μαλακίων τής οικογένειας mytilidae, αλλ. λιθοδόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithophaga < litho (< λιθο *) + phaga (< φαγος). Ο τ., στον πληθ. λιθοφάγα (τὰ), μαρτυρείται από το 1895 στο περ. Φοίβος] … Dictionary of Greek